Η διακοσμητική αξία της σκόνης
Έννοια διφορούμενη και παρεξηγημένη είναι η έννοια της σκόνης. Η σκόνη η ίδια είναι δισυπόστατη. Όταν τη βλέπεις πάνω σε μαύρο ή σκούρο καφέ σου φαίνεται λευκή, ενώ όταν καθίζει πάνω στο λευκό, σου φαίνεται πως είναι μαύρη ή κάπως γκρι. Δεν έχει χρώμα σταθερό. Δεν είναι κι η ίδια σταθερή, μα σταθερά οι περισσότεροι τη θεωρούν βρομιά. Βρόμα. Δεν είναι η πρώτη φορά που το γράφω αυτό. Έχω βρει και το έχω χώσει και σε κείμενο πιο “λογοτεχνικό” που επισήμως ονομάζεται “διήγημα”. Τώρα επαναλαμβάνομαι, αλλά να. Δεν είναι η πρώτη φορά που σκέφτομαι τη σκόνη και αυτές τις μέρες, με τόση σκόνη γύρω, με τόσες μέρες σκονισμένες, το θυμήθηκα ξανά. Την ξαναθυμήθηκα.
Το χέρι μου δεν συνηθίζει να παίζει πολύ με το ξεσκονόπανο κι αυτό, γιατί την αγαπώ τη σκόνη. Η σκόνη στα βιβλία είναι στολισμός, είναι μυστήριο, είναι το χώμα θαρρείς που θα σου ανοίξει εντυπωσιακά του διαβάσματος το δρόμο. Είναι το υλικό που θα κάνει τη βιβλιοθήκη σου ένα έπιπλο που δεν διαταράσσεται εύκολα, σε πλήρη αντίθεση με την ίδια του τη φύση που συνηθίζει να διαταράσσει συθέμελα όποιον την πλησιάζει.
Η σκόνη είναι παιχνιδιάρα. Δε σταματά να χορεύει, ποτέ. Την πρόσεξες την ώρα που ανοίγεις το παράθυρο; Την παρακολούθησες επάνω στη διαγώνια γραμμή που της άπλωσε η αχτίνα του ήλιου; Την χάρηκες που πεταρίζει δίχως ρυθμό; Άναρχη και ελεύθερη, να σου θυμίζει πως ποτέ δεν είσαι πραγματικά μόνος, ακόμα κι αν στο σπίτι δεν υπάρχει κανείς.
Η σκόνη είναι μοναχική. Την πρόσεξες τη στιγμή που της κλείνεις την πόρτα; Τη στιγμή που την κλειδώνεις στην αποθήκη; Τότε είναι που γυρνά να δει τον εαυτό της, κολλώντας πάνω σε κάθε τι που νόμιζες δικό σου. Μπαίνει μέσα στο μπαούλο που εσύ δεν ανοίγεις συχνά. Χώνεται στα μπιχλιμπίδια που δεν μετακινείς από το ράφι. Κολλάει στις σκέψεις που δεν ξεκουνάς, γιατί φοβάσαι.
Η σκόνη είναι αληθινή και σιχαίνεται το ψέμα. Την κοίταξες κατάματα την ώρα που σου κόλλησε στο δεύτερο δάχτυλο, τη στιγμή που πήγες και τη χάιδεψες επάνω στον μπουφέ; Τόλμησες να της ρίξεις έστω μια κλεφτή ματιά, την ώρα που την έβγαλες απ’ τη παλιά βαλίτσα, μαζί με τα χαρτιά του μπαμπά που έχει πεθάνει ή τις τελευταίες εξετάσεις της μαμάς που για χρόνια δεν είχες τολμήσει να κοιτάξεις;
Η σκόνη είναι αποκαλυπτική, με έναν τρόπο εντελώς ειρωνικό, διότι γενικώς, συνηθίζει να σκεπάζει. Σκεπάζει όμως; Ρίχνεται επάνω από πράγματα που δεν θέλεις να πετάξεις, αλλά από την άλλη, δεν αντέχεις να βλέπεις συχνά. Στο καταχώνιασμα βοηθά η σκόνη. Αν κάτι τελείωσε και σου είναι άχρηστο, θα καταλήξει στα σκουπίδια. Αν κάτι όμως πονά, αλλά πονά περισσότερο το να το πιάσεις και να το πετάξεις, καταλήγει τελικά να το τρώει η σκόνη.
Συγγραφέας Κωνσταντίνα Τασσοπούλου