Υπάρχουν σπίτια με πολλές αμαρτίες. Υπάρχουν σπίτια με λίγες αμαρτίες. Σπίτια με καθόλου αμαρτίες, όμως, αποκλείεται να υπάρχουν.
Υπάρχουν σπίτια πολύ τακτοποιημένα, που και η εφημερίδα της ημέρας βρίσκεται διπλωμένη και τακτοποιημένη σε ένα σημείο που δεν ενοχλεί. Υπάρχουν σπίτια στην εντέλεια, που και το ποτήρι του νερού που μόλις ήπιες, πλένεται, στεγνώνει, εξαφανίζεται από το οπτικό σου πεδίο μαγικά. Υπάρχουν τέτοια σπίτια!
Από την άλλη, υπάρχουν και άλλα σπίτια. Σπίτια «έτσι κι έτσι», όχι σε πλήρη τάξη, μα ούτε και σε πλήρη αταξία. Σπίτια στα οποία γίνεται χαμός. Σπίτια στα οποία ζουν παιδιά, οπότε πάντα κυκλοφορεί ένα Playmobil στο πάτωμα μαζί με τον κίνδυνο να το πατήσεις. Σπίτια στα οποία ζουν καθηγητές, οπότε πάντα κυκλοφορούν βιβλία, διαβασμένα, αδιάβαστα, σκονισμένα, ξεσκόνιστα, καινούργια, παλιά, με σημειώσεις, χωρίς. Σπίτια στα οποία ζουν ζωγράφοι, οπότε πάντα κυκλοφορούν πινέλα, βαζάκια με νερό, βρόμικο, καθαρό, μπογιατισμένο. Σπίτια εργαστήρια. Σπίτια γήινα. Σπίτια που απέχουν από τις φωτογραφίσεις σπιτιών.
Όποιο από όλα κι αν πλησιάζει περιγραφικά το δικό σου, ένα είναι σίγουρο. Κατά καιρούς έχεις χρειαστεί το αμαρτωλό συρτάρι. Ποιο είναι αυτό; Μα, αυτό που συγκεντρώνει όλες τις πομπές. Όλα τα ξέφτια. Όλα όσα δεν ξέρεις που αλλού να βάλεις, όταν έρθει η δύσκολη εκείνη ώρα κατά την οποία το σπίτι επιβάλλεται να φανεί συγυρισμένο.
Το αμαρτωλό συρτάρι είναι από τα πιο χρήσιμα σημεία του σπιτιού. Εκεί θα ρίξεις βιαστικά την κάρτα για εκείνο το μαγαζί που θέλεις κάποια στιγμή να πας. Εκεί θα ρίξεις το κουμπί που σου ξηλώθηκε και δεν θέλεις να χαθεί. Θα το ράψεις, άλλωστε, κάποια στιγμή…
Εκεί θα ρίξεις το παλαιό σημειωματάριο, το post-it με εκείνο το μήνυμα που θέλεις να κρατήσεις, την κορνίζα που έσπασε αλλά δεν είχες ποτέ καιρό να της βγάλεις από μέσα τη φωτογραφία και να την τοποθετήσεις σε καινούργια. Εκεί θα ρίξεις όσα κατά καιρούς δεν ξέρεις που να αφήσεις, όσα κατά καιρούς χρειάζεσαι και θυμάσαι πως εκεί μέσα θα τα ψάξεις. Το παλιό μπρελόκ με τα κλειδιά του προηγούμενου σπιτιού. Το εφηβικό σου βραχιολάκι. Το πρώτο σου σκουλαρίκι. Τον φορτιστή που κρατάς εφεδρικό.
Το αμαρτωλό συρτάρι σηκώνει κάθε σου αμαρτία. Αδίκως ίσως λέγεται αυτό αμαρτωλό και όχι εσύ. Ίσως, επειδή παραμένει αενάως, αιωνίως και κατ’ εξακολούθησιν ακατάστατο, μονάχα γι αυτό να αξίζει την ονομασία αμαρτωλό. Και για να έχει και μια ξεχωριστή προσφώνηση, οπότε όταν σε ρωτά με αγωνία που θα βρει το μολύβι που αγόρασε από τη Μπαρτσελόνα, να μπορείς να απαντήσεις αμέσως: στο αμαρτωλό συρτάρι. Είτε του μπουφέ. Είτε του χαμηλού επίπλου για την τηλεόραση. Είτε της κουζίνας ακόμα, οπότε θα έχει μέσα και τα λαστιχάκια που τυλίγουν το τυρί στα σούπερ – μάρκετ.