Το Κίτρινο παρέα με το Γκρι
Είναι κάτι μέρες που το ατελείωτο τσιμέντο του δρόμου, σε κάνει να σηκώσεις το κεφάλι προς τον ουρανό. Σε κάνει να το αναζητάς. Μια προσευχή. Κάνε να στάξει! Λίγο κίτρινο, να πέσει από κάπου, για να φωτίσει αν γίνεται τη θλίψη του γκρι. Γίνεται; Κοίτα τριγύρω, κοίτα παντού, οι αληθινές προσευχές εισακούγονται.
Η μιμόζα στο δέντρο έχει κιόλας φουντώσει και είναι το δέντρο χειμωνιάτικο και τριγύρω του όλα γκρι. Είναι τα δίχτυα του ψαρά αφημένα στο μόλο και βρέχονται. Είναι τα κίτρινα γάντια που φωτίζουν τις ασπρόμαυρες γκριμάτσες του Σταυρίδη. Τι είναι το άσπρο και το μαύρο μαζί, αν όχι γκρι και τι είναι το κίτρινο, αν όχι ο ομορφότερος τρόπος, το γκρι αυτό να φωτιστεί;
Ένα κίτρινο μεγάλο μαξιλάρι, πάνω στον μικρό, γκρίζο καναπέ. Ένας κίτρινος τοίχος πλάι σε έναν γκρι. Γιατί όχι, μια λωρίδα κίτρινη, να σκίζει στη μέση τον γκρίζο τοίχο που ένιωθε ως τότε ισχυρός.
Ένα ταξί που έρχεται την ώρα που το έχεις ανάγκη και ένα σχολικό που κάνει στάσεις ξεφορτώνοντας κάθε φορά κι από ένα παιδικό χαμόγελο, με τη σιγουριά όμως πως αύριο, θα βγει στη γύρα και από τις ίδιες στάσεις θα τα συγκεντρώσει ένα – ένα, ξανά.
Ήθελα να ήξερα, ποιός όρισε το κίτρινο ως χρώμα μίσους; Εγώ φυλάω πάντα έναν κίτρινο μπερέ στη ντουλάπα, ένα κίτρινο κοκάλινο βραχιόλι μες στο μπολ με τα υπόλοιπα, ένα ζευγάρι κίτρινες γαλότσες στη μνήμη, που κάποτε βγήκαν και με περπάτησαν για ώρες στη βροχή. These boots are made for walking και τα αδιάβροχα που είχαμε παιδιά, ήταν και αυτά κατακίτρινα! Εγώ φυλάω πάντα ένα κίτρινο εντός μου, όμως το ζήτημα δεν είμαι εγώ, αλλά εσύ. Εσύ είσαι πάντοτε το ζήτημα, ακόμα και αν σου γράφω εγώ…
Να αγοράσεις μια ντουλάπα κίτρινη, για να ακουμπάς τις σημειώσεις, τα μολύβια, τις φυλαγμένες αποδείξεις και τα αφύλαχτα χαρτιά. Να αγοράσεις μια βιβλιοθήκη κίτρινη, για να ακουμπάς όλα σου τα βιβλία. Να αγοράσεις μια πολυθρόνα κίτρινη, για να ακουμπάς.
Να βάψεις με κίτρινο το σώμα του παλιού καλοριφέρ ή τις σωληνώσεις που διαγράφουν τη δική τους, ανεξάρτητη πορεία στον τοίχο. Να βάψεις με κίτρινο ένα ταβάνι – κατά προτίμηση αυτό που συνηθίζεις να κοιτάς. Να βάψεις με κίτρινο ένα τραπέζι παλιό ή τη διάθεσή σου, ώστε να δραπετεύσει, επιτέλους, απ’ το γκρίζο. Να γεμίσεις τη φρουτιέρα με λεμόνια, ως απάνω και να την αφήσεις εν τω μέσω οποιουδήποτε τραπεζιού. Ύστερα, να στρέψεις αργά το βλέμμα κατά το παράθυρο και ν’ αναλογιστείς την αξία του κίτρινου. Ξανά. Ο ήλιος, ακόμα και αν αυτή τη στιγμή δεν τον βλέπεις, θα στείλει την ακτίνα του να ξεπροβάλλει πίσω από τη συννεφιά, για να έρθει και να συμφωνήσει απολύτως μαζί μου: το κίτρινο, στ’ αλήθεια, ταιριάζει ασύλληπτα παρέα με το γκρι!
Συγγραφέας Κωνσταντίνα Τασσοπούλου